Greek Meaning of turnup

Ενεργοποίηση

Other Greek words related to Ενεργοποίηση

Definitions and Meaning of turnup in English

Wordnet

turnup (n)

the lap consisting of a turned-back hem encircling the end of the sleeve or leg

FAQs About the word turnup

Ενεργοποίηση

the lap consisting of a turned-back hem encircling the end of the sleeve or leg

εμφανίζω,έλα,Δείχνω,εμφανίζομαι,ξεδιπλώνω,: φτάνω,βγες,γίνω,Αργαλειός,υλοποιώ

σαφής,εξαφανίζω,διαλύω,εξατμίζω,ξεθωριάζω,Πήγαινε,αφήνω,λιώνω (μακριά),εξαφανίζομαι,αναχωρείν

turntable => πικάπ, turnstone => Λασπότρυγγας, turnstile => Στροφοπήδαλο, turnspit => σούβλα, turnround => περιστροφή,