FAQs About the word in private

Definition not available

kept private or confined to those intimately concerned

προσωπικά,πρόσωπο με πρόσωπο,Μυστικά,Εμπιστευτικά,άμεσα,οικεία,αμέσως,μυστικά,κατ' ιδίαν

έμμεσα,δημόσια,μακριά,ανοικτά

in principle => Κατ’ αρχήν, in posse => δυνάμει, in point of fact => στην πραγματικότητα, in place => στη θέση του, in person => αυτοπροσώπως,