Greek Meaning of in-fighting
Εσωτερική μάχη
Other Greek words related to Εσωτερική μάχη
- σύγκρουση
- διχόνοια
- Διχόνοια
- Δισταγμός
- διαφωνία
- τμήμα
- Τριβή
- Σχίσμα
- διαμάχη
- Πόλεμος
- πόλεμος
- διαφωνία
- διαμάχη
- Σύγκρουση
- διαφωνία
- Δυσαρμονία
- διαμάχη
- διαφωνία
- Διαφωνία
- δυσαρμονία
- διχόνοια
- διχόνοια
- διαίρεση
- μάχη
- Εχθρότητα
- Δισαρμονία
- διακύμανση
- εχθρότητα
- ανταγωνισμός
- Αντιπάθεια
- επιχείρημα
- διαπληκτίζομαι
- καβγάς
- Ψυχρός Πόλεμος
- σύγκρουση
- ανταγωνισμός
- διαμάχη
- συζήτηση
- διαφωνία
- έχθρα
- ρωγμή
- Ασυμβατότητα
- ασυμφωνία
- ασυμφωνία
- ασυνέπεια
- σύγχυση
- καβγάς
- μνησικακία
- Σειρά
- φτύσιμο
- καβγάς
- κόντρα
- τσακωμό
- διαφωνία
- τσέκαρε
Nearest Words of in-fighting
Definitions and Meaning of in-fighting in English
in-fighting (n)
conflict between members of the same organization (usually concealed from outsiders)
boxing at close quarters
FAQs About the word in-fighting
Εσωτερική μάχη
conflict between members of the same organization (usually concealed from outsiders), boxing at close quarters
σύγκρουση,διχόνοια,Διχόνοια,Δισταγμός,διαφωνία,τμήμα,Τριβή,Σχίσμα,διαμάχη,Πόλεμος
συμφωνία,συνεργασία,Αρμονία,Ειρήνη,συμφωνία,ομόνοια,συμφωνία,Ανταγωνισμός
infielder => Εσωτερικός παίκτης, infield => infield, infidelity => Απιστία, infidelities => απιστίες, infidel => Άπιστος,