FAQs About the word infilter

διείσδυση

To filter or sift in.

No synonyms found.

No antonyms found.

infilm => στην ταινία, infile => αρχείο εισόδου, in-fighting => Εσωτερική μάχη, infielder => Εσωτερικός παίκτης, infield => infield,