Greek Meaning of hulled
ξεφλουδισμένος
Other Greek words related to ξεφλουδισμένος
Nearest Words of hulled
Definitions and Meaning of hulled in English
hulled (imp. & p. p.)
of Hull
hulled (a.)
Deprived of the hulls.
FAQs About the word hulled
ξεφλουδισμένος
of Hull, Deprived of the hulls.
ξεφλουδισμένο,Γαύγισμα,αποφλοιωμένος,κλιμακωτό,αποφλοιωμένος,ξεφλουδισμένος,γδαρμένος,γυμνή,εκτεθειμένο,εκδορά
No antonyms found.
hullabaloo => Θόρυβος, hull => γάστρα, hulky => Ογκώδης, hulking => τεράστιος, huldreich zwingli => Ούλριχ Ζβίγγλιος,