FAQs About the word huller

αποφλοιωτής

One who, or that which, hulls; especially, an agricultural machine for removing the hulls from grain; a hulling machine.

Θήκη,κάλυψη,στέγαση,λοβός,θήκη,όστρακο,πανοπλία,κάψουλα,κασέτα,υπόθεση

No antonyms found.

hulled => ξεφλουδισμένος, hullabaloo => Θόρυβος, hull => γάστρα, hulky => Ογκώδης, hulking => τεράστιος,