Greek Meaning of hastens
βιάζεται
Other Greek words related to βιάζεται
Nearest Words of hastens
- hassling => ενοχλητικός
- hassles => ταλαιπωρίες
- hassled => ενοχλημένος
- hasps => Σιδεριές
- hashing (over) => Hashing (πάνω από)
- hashing (over or out) => κατακερματισμός (πάνω ή έξω)
- hashes (over or out) => Hashes (πάνω ή έξω)
- hashes => κατακερματισμός
- hashed (over) => τεμαχισμένο
- hashed (over or out) => (over or out) τεμαχισμένο (πάνω ή έξω)
Definitions and Meaning of hastens in English
hastens
to urge on, to cause to happen more quickly, to speed up, to encourage to move or act quickly, to move or act quickly
FAQs About the word hastens
βιάζεται
to urge on, to cause to happen more quickly, to speed up, to encourage to move or act quickly, to move or act quickly
επιταχύνει,βιάζεται,σπρώχνει,Βούρλα,ενθαρρύνει,διευκολύνει,γρήγορα μονοπάτια,επιταχύνει,Ταχύτητες (πάνω),παροτρύνει
φρένα,επιβραδύνει,καθυστερήσεις,εμπόδια,εμποδίζει,εμποδίζει,παρεμβαίνει (σε),περιορίζει,επιβραδύνει,Συλλήψεις
hassling => ενοχλητικός, hassles => ταλαιπωρίες, hassled => ενοχλημένος, hasps => Σιδεριές, hashing (over) => Hashing (πάνω από),