Greek Meaning of goer
επισκέπτης
Other Greek words related to επισκέπτης
- έλεγχος
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- μένω
- στάση
- μένω
- σταματάω
- σύλληψη
- βαλκ
- μπλοκ
- σταματάω
- καθυστέρηση
- καθυστερώ
- σταματώ
- απέχω
- αναστέλλω
- διακόπτης
- εμποδίζω
- καταπιέζω
- Καθυστερημένος
- περίπτερο
- στέλεχος
- καταπιέζω
- περιμένω
- Αργός (επιβραδύνει ή επιταχύνει)
- κράμπα
- καλάθι δώρων
- αφήνω κάτι
- δαγκάνοντας
- παύση
- οπισθοχωρώ
- ακροβατικό
Nearest Words of goer
Definitions and Meaning of goer in English
goer (n)
someone who leaves
goer (n.)
One who, or that which, goes; a runner or walker
A foot.
A horse, considered in reference to his gait; as, a good goer; a safe goer.
FAQs About the word goer
επισκέπτης
someone who leavesOne who, or that which, goes; a runner or walker, A foot., A horse, considered in reference to his gait; as, a good goer; a safe goer.
έλα,κάνω,Μάρτιος,προχωρώ,Πρόοδος,πρόοδος,έλα,τιμή,σφυρηλατώ,Κερδίζω έδαφος
έλεγχος,εμποδίζω,εμποδίζω,μένω,στάση,μένω,σταματάω,σύλληψη,βαλκ,μπλοκ
goen => Πηγαίνω, goemin => Γκομίνες, goeland => Γλάρος, goel => Γκοέλ, goebbels => Γκέμπελς,