Greek Meaning of flaccidity

χαλαρότητα

Other Greek words related to χαλαρότητα

Definitions and Meaning of flaccidity in English

Wordnet

flaccidity (n)

a flabby softness

Webster

flaccidity (n.)

The state of being flaccid.

FAQs About the word flaccidity

χαλαρότητα

a flabby softnessThe state of being flaccid.

μαλακός,κουτσός,γερμένο,χαλαρός,ψηλόλιγνος,χαλαρός,μαλακός,υποχωρητικός,λεπτός,ελαστικός

σκληρός,άκαμπτος,ανθεκτικός,άκαμπτος,στερεός,ήχος,άκαμπτος,δυνατός,γερός,τεταμένος

flaccid paralysis => Χαλαρή παράλυση, flaccid bladder => Χαλαρή ουροδόχος κύστη, flaccid => χαλαρός, flabile => ασταθής, flabellum => βεντάλια,