Greek Meaning of finitely

πεπερασμένος

Other Greek words related to πεπερασμένος

Definitions and Meaning of finitely in English

Wordnet

finitely (r)

with a finite limit

Webster

finitely (adv.)

In a finite manner or degree.

FAQs About the word finitely

πεπερασμένος

with a finite limitIn a finite manner or degree.

περιορισμένος,περιορισμένος,σταθερός,μετρήσιμος,περιορισμένος,περιγεγραμμένο,αποφάσισε,Ορίζοντες,ορισμένος,ορισμένος

απεριόριστος,ατελείωτος,άπειρος,απεριόριστος,απεριόριστος,Αόριστος,απεριόριστος,ανεμπόδιστη,απεριόριστος,αμέτρητος

finiteless => άπειρος, finite => πεπερασμένος, finishing touch => τελευταίος έλεγχος, finishing school => Σχολή καλλιέργειας τρόπων, finishing line => Τελική ευθεία,