Greek Meaning of fastener
fastener
Other Greek words related to fastener
- γιακάς
- κρατήστε πατημένο
- κατοχή
- πουκάμισο δυνάμεως
- γραβάτα
- αλυσίδα
- εγκλεισμός
- περιορισμός
- δουλεία
- Εμπλοκή
- Λαγκάς
- κρατώ
- δίχτυ
- συγκράτηση
- περιορισμός
- Σταθερή ζακέτα
- δίχτυ
- Συγκρότημα
- δέσιμο
- ομόλογο
- Βραχιόλι
- αιχμαλωσία
- μανσέτες
- Πεζοδρόμιο
- δεσμά
- δεσμός
- χειροπέδες
- εμπόδιο
- φυλάκιση
- φυλάκιση
- σίδερα
- σύνδεσμος
- χειροπέδες (pl.)
- δεσμός
- παγίδα
Nearest Words of fastener
Definitions and Meaning of fastener in English
fastener (n)
a person who fastens or makes fast
restraint that attaches to something or holds something in place
fastener (n.)
One who, or that which, makes fast or firm.
FAQs About the word fastener
Definition not available
a person who fastens or makes fast, restraint that attaches to something or holds something in placeOne who, or that which, makes fast or firm.
γιακάς,κρατήστε πατημένο,κατοχή,πουκάμισο δυνάμεως,γραβάτα,αλυσίδα,εγκλεισμός,περιορισμός,δουλεία,Εμπλοκή
No antonyms found.
fastened => στερεωμένο, fasten on => στερεώνω, fasten => δένω, fasted => νηστεύοντας, fast-breaking => αγιοπαρασκευή,