Greek Meaning of entoiled
μπλεγμένος
Other Greek words related to μπλεγμένος
Nearest Words of entoiled
Definitions and Meaning of entoiled in English
entoiled (imp. & p. p.)
of Entoil
FAQs About the word entoiled
μπλεγμένος
of Entoil
μπλεγμένος,μπερδεμένος,παγιδευμένος,αιχμαλωτισμένος,έπιασε,μπλεγμένος,Παγιδευμένος,μπλεγμένος,μπερδεμένος,παγιδευμένος
ξεκαθαρισμένο,αποσπασμένος,ανεμπλοκή,μπερδεμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,Ξεμπερδεμένος
entoil => χαμένος -η -ο, entoglossal => οισογλωσσικός, entogenous => ενδογενής, entogastric => ενδογαστρικός, entodermic => ενδοδερμικής,