Greek Meaning of embosser
ανάγλυφο
Other Greek words related to ανάγλυφο
- στολίζω
- διακοσμώ
- Πίνακας
- Ομορφαίνω
- διακοσμώ
- Κατάστρωμα
- κάνω
- Δραπέτο
- φόρεμα
- στολίζω
- κεντώ
- εμπλουτίζω
- γιρλάντα
- Γαρνιτούρα
- χάρις
- στολίζω
- διακόσμηση
- Χρώμα
- Διακόσμηση
- όμορφο (πάνω)
- στολίζω
- έμβλημα
- Αφεντικό
- Πλεξούδα
- φωτίζω
- επιτραχήλιο
- καταδίωξη
- διαμάντι
- επισκευάζω
- στολίζομαι
- Ντύνομαι
- Φλέγω
- στολίζω
- διακόσμηση
- Φτερό
- σχήμα
- φιλιγκράν
- φιλέτο
- Βολάν
- ανανεώνω
- φουντωτό
- κρόσσια
- γιρλάντα
- Πολύτιμος λίθος
- επιχρυσωμένος
- κρέμασμα
- Δαντέλα
- μαργαριτάρι
- επανάληψη
- κορδέλα
- έξυπνος
- παγίδα
- στεφάνι
- Εξοπλίζω με αξεσουάρ
- εφαρμογή
- λάμψη
- στολίζω
- κόλπο
Nearest Words of embosser
- embossing => Ανάγλυφη εκτύπωση
- embossment => ανάγλυφο
- embothrium => Εμποθρίο
- embothrium coccineum => Embothrium coccineum
- embottle => εμφιαλώνω
- embouchure => [Επίπεδο χείλους](https://el.glosbe.com/en/el/embouchure)
- embow => κυρτώνω (verb)
- embowel => Εκσπλαχνίσειν
- emboweled => σπλαγχνισμένος
- emboweler => εκσπλαγχνιστής
Definitions and Meaning of embosser in English
embosser (n.)
One who embosses.
FAQs About the word embosser
ανάγλυφο
One who embosses.
στολίζω,διακοσμώ,Πίνακας,Ομορφαίνω,διακοσμώ,Κατάστρωμα,κάνω,Δραπέτο,φόρεμα,στολίζω
Αμαύρωσι,παραμορφώνω,Οθόνη,εκθέτω,ουλή,αποκαλύπτω,ουλή,απλοποιήστε,χαλάω,βελτιστοποιώ
embossed => ανάγλυφο, emboss => ανάγλυφο, embosom => αγκαλιάζω, emborder => κορνίζα, embonpoint => υπέρβαρος,