Greek Meaning of embosser

ανάγλυφο

Other Greek words related to ανάγλυφο

Definitions and Meaning of embosser in English

Webster

embosser (n.)

One who embosses.

FAQs About the word embosser

ανάγλυφο

One who embosses.

στολίζω,διακοσμώ,Πίνακας,Ομορφαίνω,διακοσμώ,Κατάστρωμα,κάνω,Δραπέτο,φόρεμα,στολίζω

Αμαύρωσι,παραμορφώνω,Οθόνη,εκθέτω,ουλή,αποκαλύπτω,ουλή,απλοποιήστε,χαλάω,βελτιστοποιώ

embossed => ανάγλυφο, emboss => ανάγλυφο, embosom => αγκαλιάζω, emborder => κορνίζα, embonpoint => υπέρβαρος,