Greek Meaning of elastically

ελαστικά

Other Greek words related to ελαστικά

Definitions and Meaning of elastically in English

Webster

elastically (adv.)

In an elastic manner; by an elastic power; with a spring.

FAQs About the word elastically

ελαστικά

In an elastic manner; by an elastic power; with a spring.

ευέλικτος,πλαστικό,ανθεκτικός,Τέντωμα,ελαστικό,ελαστικός,προσαρμοστικός,Ελαστικό,εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος

ανελαστικό,άκαμπτος,Μη ελαστικό,άκαμπτος,στερεός,άκαμπτος,συμπαγής,στερεός,σκληρός,κοντός

elastical => ελαστικός, elastic tissue => Ελαστικός ιστός, elastic potential energy => Ελαστική δυναμική ενέργεια, elastic modulus => Μονάδα ελαστικότητας, elastic energy => Ελαστική ενέργεια,