Greek Meaning of dudish

dudish

Other Greek words related to dudish

Definitions and Meaning of dudish in English

Webster

dudish (a.)

Like, or characterized of, a dude.

FAQs About the word dudish

Definition not available

Like, or characterized of, a dude.

Κατασκήνωση,ντάντης,θηλυκός,Φιγουράτος,γεροντοκόρη,Υπερβολικά καλός,άκαμπτος,δακρύβρεχτος,γεροντοκόρη,κατασκήνωση

Ανδρικός,αρσενικός,ανδροπρεπής,ανδρικός,Ανδρικός

dudgeon => Μνησικακία, dudeen => πίπα, dude ranch => ράντσο, dude => φιλαράκι, duddery => βλακεία,