Greek Meaning of dudish
dudish
Other Greek words related to dudish
Nearest Words of dudish
- dudley moore => Ντάντλεϊ Μουρ
- dudley stuart john moore => Ντάντλεϊ Στιούαρτ Τζον Μουρ
- duds => Φαβορίτες
- due => οφειλόμενος
- due care => δέουσα επιμέλεια
- due date => ημερομηνία λήξης
- due east => προς ανατολάς
- due north => βορράς
- due process => οφειλόμενη διαδικασία
- due process of law => Δέουσα διαδικασία
Definitions and Meaning of dudish in English
dudish (a.)
Like, or characterized of, a dude.
FAQs About the word dudish
Definition not available
Like, or characterized of, a dude.
Κατασκήνωση,ντάντης,θηλυκός,Φιγουράτος,γεροντοκόρη,Υπερβολικά καλός,άκαμπτος,δακρύβρεχτος,γεροντοκόρη,κατασκήνωση
Ανδρικός,αρσενικός,ανδροπρεπής,ανδρικός,Ανδρικός
dudgeon => Μνησικακία, dudeen => πίπα, dude ranch => ράντσο, dude => φιλαράκι, duddery => βλακεία,