Greek Meaning of desideration

επιθυμία

Other Greek words related to επιθυμία

Definitions and Meaning of desideration in English

Webster

desideration (n.)

Act of desiderating; also, the thing desired.

FAQs About the word desideration

επιθυμία

Act of desiderating; also, the thing desired.

ζήτηση,επιθυμία,ουσιαστικός,πρέπει,Must-have,απαραίτητος,ανάγκη,απαίτηση,προϋπόθεση,απαραίτητος όρος

Άνεση,επιπλέον,Σπατάλη,επιείκεια,πολυτέλεια,πλεόνασμα,πλεόνασμα,Ανέσεις,φουντωτό,περιττότητα

desiderating => επιθυμία, desiderated => επιθυμητός, desiderate => επιθυμώ, desiderata => Αποθηκά, desiderable => επιθυμητό,