Greek Meaning of desiccative
Αφυγραντικό
Other Greek words related to Αφυγραντικό
- ξυπνώ
- ενεργοποιώ
- ζωντανεύω
- αναζωογονώ
- επιταχύνω
- ξυπνήσω
- διεγείρω
- ανακατεύω
- ζωογονώ
- αναζωογονώ
- σιδεράκια
- χρέωση
- ηλεκτροδοτώ
- Διέγερση
- Ζύμωση
- φωτιά
- Υποστηρίζω
- οχυρώνω
- γαλβανίζω
- παροτρύνω
- φλεγμόνω
- Εμπνέω
- υποκινώ
- ανάβω
- ασανσέρ
- προκαλώ
- αναγεννώ
- ανασταίνω
- αναβιώνω
- σπινθήρας
- σκανδάλη
- χτυπάω
- υποκινώ
- ενισχύω
- Σημαδούρα
- ζητωκραυγές
- ενθαρρύνω
- ενθαρρύνω
- Ενεργοποίηση εκ νέου
- αναζωογονώ
- ξυπνώ ξανά
- επαναφόρτιση
- Ανανεώνω
- αναζωογονώ
- Αναζωπυρώνω
- ανανεώνω
- ανάνηψη
- αναζωογονώ
- Αναφλέγω
- αναζωογονώ
Nearest Words of desiccative
Definitions and Meaning of desiccative in English
desiccative (a.)
Drying; tending to dry.
desiccative (n.)
An application for drying up secretions.
FAQs About the word desiccative
Αφυγραντικό
Drying; tending to dry., An application for drying up secretions.
Ευνουχίζω,υγρός,Αφυδατώνω,Αδρανοποιώ,αποχέτευση,εξάτμιση,απολιθώνω,υπονομεύω,εξασθενώ,φοράω
ξυπνώ,ενεργοποιώ,ζωντανεύω,αναζωογονώ,επιταχύνω,ξυπνήσω,διεγείρω,ανακατεύω,ζωογονώ,αναζωογονώ
desiccation => αποξήρανση, desiccating => αποξηραίνω, desiccated => αποξηραμένος, desiccate => ξεραίνω, desiccant => Ξηραντικό,