Greek Meaning of desiccative

Αφυγραντικό

Other Greek words related to Αφυγραντικό

Definitions and Meaning of desiccative in English

Webster

desiccative (a.)

Drying; tending to dry.

Webster

desiccative (n.)

An application for drying up secretions.

FAQs About the word desiccative

Αφυγραντικό

Drying; tending to dry., An application for drying up secretions.

Ευνουχίζω,υγρός,Αφυδατώνω,Αδρανοποιώ,αποχέτευση,εξάτμιση,απολιθώνω,υπονομεύω,εξασθενώ,φοράω

ξυπνώ,ενεργοποιώ,ζωντανεύω,αναζωογονώ,επιταχύνω,ξυπνήσω,διεγείρω,ανακατεύω,ζωογονώ,αναζωογονώ

desiccation => αποξήρανση, desiccating => αποξηραίνω, desiccated => αποξηραμένος, desiccate => ξεραίνω, desiccant => Ξηραντικό,