Greek Meaning of decriminalizing

αποποινικοποίηση

Other Greek words related to αποποινικοποίηση

Definitions and Meaning of decriminalizing in English

decriminalizing

to remove or reduce the criminal classification or status of, to repeal a strict ban on while keeping under some form of regulation

FAQs About the word decriminalizing

αποποινικοποίηση

to remove or reduce the criminal classification or status of, to repeal a strict ban on while keeping under some form of regulation

Νομιμοποίηση,Εγκριτικός,επικύρωση,αφήνοντας,επιτρέποντας,πόνος,επιτρέποντας,επικυρώνοντας,επιβάλλων κυρώσεις

εγκληματοποίηση,παράνομα,απαγόρευση,απαγορευτικό,απαγόρευση,除非,Επιβάλλοντας,απαγορευτικό,απαγορευτική,απαγορεύοντας

decriminalized => αποποινικοποιημένο, decries => Κατακρίνει, decrements => μειώσεις, decremental => φθίνουσα, decrees => διατάγματα,