Greek Meaning of cretin

cretin

Other Greek words related to cretin

Definitions and Meaning of cretin in English

Wordnet

cretin (n)

a person of subnormal intelligence

FAQs About the word cretin

Definition not available

a person of subnormal intelligence

κλόουν,σκύλος,τζόκερ,σκάντζοχοιρος,βάρβαρος,Θηρίο,βαλβίδα εξαέρωσης,ενοχλητικός,παχύδερμος,αγενής

κύριος,ήρωας,κυρία,Ηρωίδα,είδωλο,Πρότυπο,Άγιος,άγγελος

crete dittany => Δίκταμο, crete => Κρήτη, cretan dittany => Δίκταμος, cretan => κρητικός, cretacic => κρητιδική περίοδος,