Greek Meaning of creaking (along)

τρίζοντας (κατά μήκος)

Other Greek words related to τρίζοντας (κατά μήκος)

Definitions and Meaning of creaking (along) in English

creaking (along)

No definition found for this word.

FAQs About the word creaking (along)

τρίζοντας (κατά μήκος)

Έρπων,ερπετό,σέρνοντας,στάζων,σκουντούμπι,ανακάτεμα,σταδιακά,κουτσός,αργός,καμπουριασμένος

επιπλέων,ιπτάμενος,αγώνας,υπερβολική ταχύτητα,ολίσθηση,Ιστιοπλοΐα,Δάκρυα,βουητό,βιαστικά,φερμουάρ

creaked (along) => έτριζε, creaked => τρίζει, crazy quilts => τρελά παπλώματα, crazy (about or over) => τρελός (για ή για), crazes => τρέλες,