Greek Meaning of commoving

συγκινητικός

Other Greek words related to συγκινητικός

Definitions and Meaning of commoving in English

commoving

to move violently, to rouse intense feeling in

FAQs About the word commoving

συγκινητικός

to move violently, to rouse intense feeling in

συναρπαστικός,εμπνευσμένος,μεθυστικός,διεγερτικό,ανυψωτικός,ενθουσιώδης,ανυψωτικός,γοητευτικός,exhilarating,ικανοποιητικός

απογοητευτικός,καταθλιπτικός,αποθαρρυντικός,οδυνηρός,αποθαρρυντικός,καταπιεστικός,αποθαρρυντικός,θλιβερός

commotions => αναταραχές, commonwealths => κοινοπολιτείες, commonplaces => κοινοτοπίες, commoners => κοινός θνητός, common(s) => κοινά,