Greek Meaning of chirked (up)

κεφάτος (up)

Other Greek words related to κεφάτος (up)

Definitions and Meaning of chirked (up) in English

chirked (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word chirked (up)

κεφάτος (up)

επιπλέων (πάνω),ενθαρρυμένος (πάνω),ενθάρρυνε,εμπνεόμενος,βαρετός,ενθαρρυμένος,ενθαρρυμένος,ενθαρρυμένος,ενισχυμένη,χαλύβδινος

εκφοβισμένος,καταθλιπτικός,αποθαρρυμένος,απογοητευμένος,εξασθενημένος,Αποθαρρυμένος,απογοητευμένος,εξασθενημένος,Παράλυτος,εκφοβισμένος

chirk (up) => κελάηδημα (πάνω), chips in => τσιπς στο εσωτερικό, chipping in => Συνεισφέρειν, chippies => πατατάκια, chippie => Τηγανητές πατάτες,