Greek Meaning of chisel (in)

σκαλίζει (σε)

Other Greek words related to σκαλίζει (σε)

Definitions and Meaning of chisel (in) in English

chisel (in)

No definition found for this word.

FAQs About the word chisel (in)

σκαλίζει (σε)

Φορτώστε,καταπατώ,(παραβιάζω),παρεμβαίνω,παράβαση,μεσολαβώ,παρεμβάλλω,Παραποιώ,βιολί,παρεμβαίνω

αποφεύγω,αδιαφορία,αμέλεια,παραβλέπω,αποφεύγω,αποφεύγω

ch'is => τʃ, chis => Χ, chirring => τιτίβισμα, chirred => καμένο, chirps => τιτιβίσματα,