Greek Meaning of braving
braving
Other Greek words related to braving
- αντιπαράθεση
- απέναντι
- θηλασμός
- Τολμηρός
- αψηφώντας
- αντιμετωπίζοντας
- αντιστάμενο
- αντέχω
- πλησιάζοντας
- προσβλητικός
- προσεγγίζοντας
- πολεμώντας
- πλησιάζει
- αναιδής
- απαιτητικός
- καταπολέμηση
- Καταπολέμηση
- καμπή
- αντιμέτωπος
- μάχη
- απάτη
- συνάντηση
- αντίθετος
- ξεπερνώντας
- προσανατολισμένος προς τα έξω
- απωθητικό
- όρθιος
- αντιμέτωπος με
Nearest Words of braving
Definitions and Meaning of braving in English
braving (p. pr. & vb. n.)
of Brave
braving (n.)
A bravado; a boast.
FAQs About the word braving
Definition not available
of Brave, A bravado; a boast.
αντιπαράθεση,απέναντι,θηλασμός,Τολμηρός,αψηφώντας,αντιμετωπίζοντας,αντιστάμενο,αντέχω,πλησιάζοντας,προσβλητικός
αποφυγή,Αποφυγή,Κάμπτω,αποφεύγοντας,αποφυγή,αποφυγή,παρακάμπτοντας,εύπλαστος,αποδραπέτητος,αποφευκτικός
bravery => ανδρεία, braveness => γενναιότητα, bravely => γενναία, braved => τόλμησε, brave out => γενναίος έξω,