Greek Meaning of bootlegging
Λαθρεμπόριο αλκοόλ.
Other Greek words related to Λαθρεμπόριο αλκοόλ.
- παζάρεμα
- Ξιφασκία
- εμπορευματοποίηση
- λαθρεμπόριο
- συναλλαγές
- δημοπρασία
- ανταλλαγή
- αγορά
- διανομή
- ανταλλαγή
- εμπόριο αλόγων
- μάρκετινγκ
- Εμπορικά προϊόντα
- μονοπωλοποίηση
- διαπραγμάτευση
- πλανόδιος πωλητής
- Αγορά
- επαναγορά
- λιανική
- πώληση
- παρέχοντας
- ανταλλαγή
- πωλητές
- χονδρική πώληση
- καμπή
- Ημερήσιες συναλλαγές
- συναλλαγή
- απορροφητικός
- Δίκαιο εμπόριο
- επενδύσεις
- παραλαβή
- κερδοσκοπώντας
- λήψη
- Συναλλαγές
- Πώληση κάτω του κόστους
Nearest Words of bootlegging
Definitions and Meaning of bootlegging in English
bootlegging (n)
the act of making or transporting alcoholic liquor for sale illegally
the act of selling illegally or without permission
FAQs About the word bootlegging
Λαθρεμπόριο αλκοόλ.
the act of making or transporting alcoholic liquor for sale illegally, the act of selling illegally or without permission
παζάρεμα,Ξιφασκία,εμπορευματοποίηση,λαθρεμπόριο,συναλλαγές,δημοπρασία,ανταλλαγή,αγορά,διανομή,ανταλλαγή
μελάνωμα,μποϊκοτάζ,Μαύρη σφαίρα
bootlegger => Λαθρέμπορος, bootleg => Μαϊμού, bootlace => Κορδόνι παπουτσιού, bootjack => γυαλιστήρι παπουτσιών, booting => εκκίνηση,