Greek Meaning of bobbed (up)

αναδύθηκε

Other Greek words related to αναδύθηκε

Definitions and Meaning of bobbed (up) in English

bobbed (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word bobbed (up)

αναδύθηκε

ξέσπασε/εξερράγη,περικομμένο (πάνω),εμφανίστηκε,εκδόθηκε,τριαντάφυλλο,ξεπήδησε,ξεπήδησε (πάνω),προέκυψε,έφτασε,άνθησε

Εξαφανίστηκε,διαλυμένος,εξατμισμένος,ξεθωριασμένος,λιωμένο(ς) (μακριά),εξαφανίστηκε,έφυγε (μακριά),ξεκαθαρισμένο,αποθανών,εξαφανισμένο

bob (up) => Bob (πάνω), boats => βάρκες, boatloads => φορτία, boasts => καυχιέται, boardman => Μπόρντμαν,