Greek Meaning of blowing in
φυσάω
Other Greek words related to φυσάω
Nearest Words of blowing in
- blowing off => φυσητο
- blowing one's cool => χάνει την ψυχραιμία του
- blowing one's mind => εκπλήσσω
- blowing one's stack => χάνω την ψυχραιμία μου
- blowing one's top => εκρήγνυμαι
- blowing out => σβήνω
- blowing smoke => φυσάω καπνό
- blowing the whistle on => Καταγγέλλω
- blown up => ανατινάχθηκε
- blowouts => εκρήξεις
Definitions and Meaning of blowing in in English
blowing in
to arrive casually or unexpectedly
FAQs About the word blowing in
φυσάω
to arrive casually or unexpectedly
εισβάλλω (μέσα),αεράκι (εισέρχεται),εκρήγνυται (σε ή μέσα σε),Εγγραφή,Βαλσάροντας (σε),αποβίβαση,εισάγομαι,Ερχόμενος μέσα,τραβώντας,Φαίνεται
τσεκάροντας,χαρτογράφηση (εξόδου),πηγαίνω,αναχώρηση,φυγόδικος,γρήγορα
blowing away => Ξεφύσημα, blowing a gasket => Σκάω φλάντζα, blowing (out) => φύσημα (έξω), blow the whistle on => αποκαλύπτω, blow smoke => Φυσάει καπνό,