Greek Meaning of blowing in

φυσάω

Other Greek words related to φυσάω

Definitions and Meaning of blowing in in English

blowing in

to arrive casually or unexpectedly

FAQs About the word blowing in

φυσάω

to arrive casually or unexpectedly

εισβάλλω (μέσα),αεράκι (εισέρχεται),εκρήγνυται (σε ή μέσα σε),Εγγραφή,Βαλσάροντας (σε),αποβίβαση,εισάγομαι,Ερχόμενος μέσα,τραβώντας,Φαίνεται

τσεκάροντας,χαρτογράφηση (εξόδου),πηγαίνω,αναχώρηση,φυγόδικος,γρήγορα

blowing away => Ξεφύσημα, blowing a gasket => Σκάω φλάντζα, blowing (out) => φύσημα (έξω), blow the whistle on => αποκαλύπτω, blow smoke => Φυσάει καπνό,