Greek Meaning of battering
battering
Other Greek words related to battering
- μπάσινγκ
- χτύπημα
- ξυλοδαρμός
- συντριπτικός
- σφυρηλάτηση
- χτύπημα
- ξυλοκοπάω
- ξυλοκόπημα
- ξυλοδαρμός
- Μπουφές
- Επαφή
- συνάντηση
- χτύπημα
- χτυπάω
- αυστηρή επικριτική
- γροθιά
- Ραπ
- Χαστούκι
- κτύπημα
- εξόγκωμα
- σύγκρουση
- Σύνδρομο διάσεισης
- σύγκρουση
- επίδραση
- Πρόσκρουση.
- Γυάλα
- σκούντημα
- σκουντάω
- κλοτσιά
- συνάντηση
- σοκ
- χτύπημα
- Απεργία
- αγγίζω
- Ράπισμα
Nearest Words of battering
Definitions and Meaning of battering in English
battering (n)
the act of subjecting to strong attack
battering (p. pr. & vb. n.)
of Batter
FAQs About the word battering
Definition not available
the act of subjecting to strong attackof Batter
μπάσινγκ,χτύπημα,ξυλοδαρμός,συντριπτικός,σφυρηλάτηση,χτύπημα,ξυλοκοπάω,ξυλοκόπημα,ξυλοδαρμός,Μπουφές
No antonyms found.
batteries => μπαταρίες, batter-fried => τηγανητό σε κουρκούτι, batterer => κακοποιητής, battered => Φθαρμένος, battercake => Τηγανίτες,