Greek Meaning of atingle

μυρμήγκιασμα

Other Greek words related to μυρμήγκιασμα

Definitions and Meaning of atingle in English

atingle

tingling especially with excitement

FAQs About the word atingle

μυρμήγκιασμα

tingling especially with excitement

αναμμένος,τρεμάμενος,θυμωμένος,υπερ,υπερδιεγερμένος,υπερδιεγερμένος,ταραγμένος,ανήσυχος,αναστατωμένος,ενσύρματο

Ήρεμος,συλλεγέν,συντεθειμένος,κουλ,ήρεμος,Γαλήνιος,ήρεμος,άενοχλητος,ατάραχος,ακλόνητος

atheists => άθεοι, atheisms => αθεϊσμοί, ateliers => εργαστήρια, ate one's heart out => Φάτε μέχρι αηδίας, ate alive => Τρώω ζωντανά,