Greek Meaning of annexationist
επεκτατιστής
Other Greek words related to επεκτατιστής
Nearest Words of annexationist
Definitions and Meaning of annexationist in English
annexationist (n.)
One who favors annexation.
FAQs About the word annexationist
επεκτατιστής
One who favors annexation.
πρόσθεση,επέκταση,Ρετιρέ,Φτερό,χέρι,το (to)
μειώνω,αφαιρώ,διαχωρίζω,αφαιρώ,ξεχωριστό,αφαιρώ,απογειώνω,Ακρωτηριάζω,Νυχτερίδα,Σύμβαση
annexational => εξαρτηματος, annexation => προσάρτηση, annexal => παράρτημα, annexa => παράρτημα, annex => παράρτημα,