Greek Meaning of amasser

μαζεύω

Other Greek words related to μαζεύω

Definitions and Meaning of amasser in English

Webster

amasser (n.)

One who amasses.

FAQs About the word amasser

μαζεύω

One who amasses.

συσσωρεύω,συναρμολογώ,συλλέγω,θερίζω,συγκεντρώνω,συνδυάζω,Συμπύκνωμα,συγκεντρώνω,μάντρα,ομάδα

διαλύω,διασπείρω,διαλύω,διαλύω,διασκορπίζω,αποστολής,ξεχωριστό,χωρισμός,αποσυντίθεμαι,απολύω

amassed => Συγκεντρώθηκε, amassable => σωρευτός, συσωρευτός, amass => συσσωρεύω, amaryllis family => Αμαρυλλιδίδες, amaryllis belladonna => Αμαρυλλίς η βελλαδόνα,