Greek Meaning of air-conditioned
κλιματιζόμενη
Other Greek words related to κλιματιζόμενη
Nearest Words of air-conditioned
- air-condition => κλιματιστικό
- airbus => Airbus
- airburst => Έκρηξη στον αέρα
- air-built => Χτισμένος στον αέρα
- airbrush => Αερογράφος
- air-breathing => αφρoαναπνευστικός
- airbrake => Αερόφρενο
- airborne transmission => Αερομεταφερόμενη μετάδοση
- airborne patrol => αερομεταφερόμενη περιπολία
- airborne => αερομεταφερόμενος
- air-conditioner => Κλιματιστικό
- air-cool => αερόψυκτος
- air-cooled => ψυχόμενο με αέρα
- aircraft => αεροπλάνο
- aircraft carrier => αεροπλανοφόρο
- aircraft engine => Μηχανή αεροπλάνου
- aircraft landing => Προσγείωση αεροσκάφους
- aircraftman => Πιλότος
- aircraftsman => αεροπόρος
- aircrew => Πλήρωμα αεροσκάφους
Definitions and Meaning of air-conditioned in English
air-conditioned (s)
cooled by air conditioning
FAQs About the word air-conditioned
κλιματιζόμενη
cooled by air conditioning
ψύχθηκε,παγωμένος,κατεψυγμένο,παγωμένος,ταχείας κατάψυξης,ψυχόμενο,υπέρψυκτος,αεριζόμενο,παγωμένο
θερμαινόμενο,θερμαινόμενος,ψημένο,βρασμένος,Ψημένο,στον ατμό,θερμικός,ψημένο,θερμικά επεξεργασμένο
air-condition => κλιματιστικό, airbus => Airbus, airburst => Έκρηξη στον αέρα, air-built => Χτισμένος στον αέρα, airbrush => Αερογράφος,