Greek Meaning of air-conditioned

κλιματιζόμενη

Other Greek words related to κλιματιζόμενη

Definitions and Meaning of air-conditioned in English

Wordnet

air-conditioned (s)

cooled by air conditioning

FAQs About the word air-conditioned

κλιματιζόμενη

cooled by air conditioning

ψύχθηκε,παγωμένος,κατεψυγμένο,παγωμένος,ταχείας κατάψυξης,ψυχόμενο,υπέρψυκτος,αεριζόμενο,παγωμένο

θερμαινόμενο,θερμαινόμενος,ψημένο,βρασμένος,Ψημένο,στον ατμό,θερμικός,ψημένο,θερμικά επεξεργασμένο

air-condition => κλιματιστικό, airbus => Airbus, airburst => Έκρηξη στον αέρα, air-built => Χτισμένος στον αέρα, airbrush => Αερογράφος,