Greek Meaning of workout
workout
Other Greek words related to workout
Nearest Words of workout
- workmen's compensation act => Νόμος περί αποζημίωσης των εργαζομένων για εργατικά ατυχήματα
- workmen's compensation => Αποζημίωση εργατών
- workmen => εργάτες
- workmate => συνάδελφος
- workmaster => εργοδηγός
- workmanship => κατασκευή
- workmanly => εργατικός
- workmanlike => εργατικός
- workman => εργάτης
- workload => Φόρτος εργασίας
Definitions and Meaning of workout in English
workout (n)
the activity of exerting your muscles in various ways to keep fit
FAQs About the word workout
Definition not available
the activity of exerting your muscles in various ways to keep fit
απάντηση,αποφασίζω,λύνω,ξετυλίγω,Συμπεραίνουμε,ρωγμή,αποφασίζω,αποκρυπτογραφώ,σκέφτομαι,παζλ (έξω)
Αποσυναρμολογώ,κατεδαφίζω,κατεδάφισε,ερείπια,αναίρεση,ναυάγιο,Ξεκατασκευή
workmen's compensation act => Νόμος περί αποζημίωσης των εργαζομένων για εργατικά ατυχήματα, workmen's compensation => Αποζημίωση εργατών, workmen => εργάτες, workmate => συνάδελφος, workmaster => εργοδηγός,