Greek Meaning of vulnerably

ευάλωτα

Other Greek words related to ευάλωτα

Definitions and Meaning of vulnerably in English

Wordnet

vulnerably (r)

in a vulnerable manner

FAQs About the word vulnerably

ευάλωτα

in a vulnerable manner

εκτεθειμένο,επιρρεπής,ευαίσθητος,ευαίσθητος,απειλούμενο,υπό αμφισβήτηση,υπεύθυνος,ανοιχτό,(υπόκειται (σε)),Σε κίνδυνο

άτρωτος,προστατευμένο,προστατευμένος,ακάλυπτος,καλυμμένος,Φρουρούμενος,Αντίσταση,προβολής,ασφαλισμένος,προστατευμένος

vulnerableness => ευαλωτότητα, vulnerable => ευάλωτος, vulnerability => Ευαλωτότητα, vulgate => Βουλγάτα, vulgarness => Χυδαιότητα,