FAQs About the word vulnerableness

ευαλωτότητα

The quality or state of being vulnerable; vulnerability.

έκθεση,κίνδυνος,Ευθύνη,ανοιχτότητα,ευαισθησία,Ευαλωτότητα,αστάθεια,απειλή,κίνδυνος,αστάθεια

προσοχή,ασφάλιση,παλλάδιο,προφύλαξη,προληπτικός,προστασία,άμυνα,ασφαλές σε περίπτωση αποτυχίας,κλειδαριά,προληπτικός

vulnerable => ευάλωτος, vulnerability => Ευαλωτότητα, vulgate => Βουλγάτα, vulgarness => Χυδαιότητα, vulgarly => αγενώς,