Greek Meaning of tunefulness

μελωδικότητα

Other Greek words related to μελωδικότητα

Definitions and Meaning of tunefulness in English

Wordnet

tunefulness (n)

the property of having a melody

FAQs About the word tunefulness

μελωδικότητα

the property of having a melody

μελωδικός,μελωδικός,μιούζικαλ,ρυθμική,συμφωνικός,ηχώ,ευφωνικό,ευφωνος,ρευστό,αρμονικός

ασύμφωνος,δυσάρμοστος,δυσαρμονικός,σκληρός,δυσαρμονικός,μεταλλικός,βραχνός,θορυβώδης,ξύσιμο,οξύς

tunefully => μελωδικά, tuneful => μελωδικός, tuned => συντονισμένος, tune up => συντονίζομαι, tune in => συντονίσου,