Greek Meaning of three-dimensionality

τριδιάστατο μέγεθος

Other Greek words related to τριδιάστατο μέγεθος

Definitions and Meaning of three-dimensionality in English

Wordnet

three-dimensionality (n)

the property of having three dimensions

FAQs About the word three-dimensionality

τριδιάστατο μέγεθος

the property of having three dimensions

Γραφικός,Ζωντανός,ζωντανό,φυσικός,νατουραλιστικός,ρεαλιστικός,ζωηρός,ακριβής,συγκρίσιμος,πειστικός

διαφορετικός,διαφορετικός,μη ρεαλιστικός,σε αντίθεση με το,αφύσικος,μη ρεαλιστικό,αντιθετικός,διαφορετικός,ασύγκριτος,μη φυσικό

three-dimensional radar => Τρισδιάστατο ραντάρ, three-dimensional figure => Τρισδιάστατο σχήμα, three-dimensional => τρισδιάστατος, three-decker => τριώροφος, three-day measles => Ιλαρά τριών ημερών,