Greek Meaning of sustainability
βιωσιμότητα
Other Greek words related to βιωσιμότητα
Nearest Words of sustainability
Definitions and Meaning of sustainability in English
sustainability (n)
the property of being sustainable
FAQs About the word sustainability
βιωσιμότητα
the property of being sustainable
δικαιολογημένος,αποδεκτός,υπερασπίσιμος,αμυντικός,νόμιμος,Προστατεύσιμος,λογικός,λογικός,ε разумный,υποφερτός, υποστηρικτός
παράλογο,ακραίο,παράλογος,παράλογος,αδικαιολόγητο,παράλογος,προβληματικός,μη βιώσιμος,αβίωτος,αμυντικός
sustain => Διατηρώ, sussex university => Πανεπιστήμιο του Σάσεξ, sussex spaniel => Σάσεξ σπάνιελ, sussex => Σάσεξ, suss out => διαισθάνομαι,