Greek Meaning of robbery
robbery
Other Greek words related to robbery
- Κλοπή
- κλοπή
- Κλοπή με διάρρηξη
- κλοπή
- κλοπή
- απαγωγή
- ληστεία
- Κλοπή αυτοκινήτου
- λεηλασία
- υπεξαίρεση
- υπεξαίρεση
- Μόσχευμα
- αεροπειρατεία
- αεροπειρατεία
- διάρρηξη
- λεηλασία
- εσφαλμένη εφαρμογή
- Απαλλοτρίωση
- υπεξαίρεση
- μικροκλοπή
- Κλοπή
- κλοπή
- κλοπή
- λεηλασία
- πειρατεία
- λεηλασία
- λαθροθηρία
- θρόισμα
- κλοπή από κατάστημα
- λαθρεμπόριο
- Σpoliation
Nearest Words of robbery
Definitions and Meaning of robbery in English
robbery (n)
larceny by threat of violence
plundering during riots or in wartime
robbery (n.)
The act or practice of robbing; theft.
The crime of robbing. See Rob, v. t., 2.
FAQs About the word robbery
Definition not available
larceny by threat of violence, plundering during riots or in wartimeThe act or practice of robbing; theft., The crime of robbing. See Rob, v. t., 2.
Κλοπή,κλοπή,Κλοπή με διάρρηξη,κλοπή,κλοπή,απαγωγή,ληστεία,Κλοπή αυτοκινήτου,λεηλασία,υπεξαίρεση
No antonyms found.
robberies => ληστείες, robber frog => Βάτραχος ληστής, robber fly => Λήσταρχος, robber => ληστής, robbed => ληστεία,