Greek Meaning of ratifier

Επικυρωτής

Other Greek words related to Επικυρωτής

Definitions and Meaning of ratifier in English

Wordnet

ratifier (n)

someone who expresses strong approval

Webster

ratifier (n.)

One who, or that which, ratifies; a confirmer.

FAQs About the word ratifier

Επικυρωτής

someone who expresses strong approvalOne who, or that which, ratifies; a confirmer.

εγκρίνω,επιβεβαιώνω,οριστικοποιώ,αποδέχομαι,αναγνωρίζω,εξουσιοδοτώ,Εγκρίνει,τυποποιώ,εντάξει,εντάξει

πτώση,αρνούμαι,απαγορεύω,αποδοκιμάζω,απαγορεύω,αρνητικός,απαγορεύω,απορρίπτω,απορρίπτω,βέτο

ratified => επικυρωμένο, ratification => επικύρωση, ratibida tagetes => Ratibida tagetes, ratibida columnifera => Ρατιβίδα η κολουμνιφόρα, ratibida columnaris => Ratibida columnaris,