FAQs About the word randiness

Definition not available

lustful, lecherous, a scolding or dissolute woman, having a coarse manner

ακολασία,ασέλγεια,Λιβιδινικότητα,ακολασία,λαγνεία,σκοποφιλία,ασέλγεια,ερωτομανία,σατυρίαση,Ζήλος

ψυχρότητα

ranches => ράντσα, ranchers => κτηνοτρόφοι, ranch houses => Ranchs, ran with => έτρεχε με, ran upon => έπεσα πάνω,