FAQs About the word rang (up)

τηλεφώνησε

to total and record especially by means of a cash register, to add up and record on a cash register, achieve

ονομαζόμενος,κάλεσε,συντονισμένος,τηλεφώνησε,ενθουσιασμένος,κλήθηκε,τηλεφώνησε,μπιπ

έχασε,χαμένος

ranches => ράντσα, ranchers => κτηνοτρόφοι, ranch houses => Ranchs, ran with => έτρεχε με, ran upon => έπεσα πάνω,