Greek Meaning of rabidness
λύσσα
Other Greek words related to λύσσα
Nearest Words of rabidness
Definitions and Meaning of rabidness in English
rabidness (n)
unrestrained excitement or enthusiasm
rabidness (n.)
The quality or state of being rabid.
FAQs About the word rabidness
λύσσα
unrestrained excitement or enthusiasmThe quality or state of being rabid.
ακραίο,φανατικός,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,εξτρεμιστής,φανατικός,υπέρ,αντιδραστικός,επαναστάτης,ανατρεπτικός
συντηρητικός,συμβατικός,στη μέση του δρόμου,μέτριος,εύκρατο,παραδοσιακό,φιλελεύθερος,μη επαναστατικός,ορθόδοξος,προοδευτικός
rabidly => έξαλλα, rabidity => λύσσα, rabid => λυσσασμένος, rabi ii => Ραμπί αλ-Θάνη, rabi i => Ραμπί Α,