FAQs About the word rabidness

λύσσα

unrestrained excitement or enthusiasmThe quality or state of being rabid.

ακραίο,φανατικός,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,εξτρεμιστής,φανατικός,υπέρ,αντιδραστικός,επαναστάτης,ανατρεπτικός

συντηρητικός,συμβατικός,στη μέση του δρόμου,μέτριος,εύκρατο,παραδοσιακό,φιλελεύθερος,μη επαναστατικός,ορθόδοξος,προοδευτικός

rabidly => έξαλλα, rabidity => λύσσα, rabid => λυσσασμένος, rabi ii => Ραμπί αλ-Θάνη, rabi i => Ραμπί Α,