Greek Meaning of pigeonhole
περιστεριώνας
Other Greek words related to περιστεριώνας
- κατηγοριοποιώ
- Ταξινομήσω
- ταυτίζω, αναγνωρίζω
- υποβιβάζω
- ξεχωριστό
- τάξη
- κωδικοποιώ
- διαχωρίζω
- διακρίνω
- διανέμω
- βαθμός
- ομάδα
- οργανώνω
- τόπος
- βαθμός
- αναγνωρίζω
- Αναφέρω
- ράφι
- διαλέγω
- συστηματοποιώ
- τύπος
- αλφαβητικά
- Πίνακας
- ταξινομούν
- βλάβη
- κατάλογος
- κατάλογος
- συστάδα
- δέσμη
- θήκη
- χωνεύω
- διαθέτω
- συντάσσειν
- αρχείο
- ευρετήριο
- λίστα
- μαρσάλ
- Στρατάρχης
- παραγγελία
- καρφί
- εύρος
- αναταξινόμηση
- ομαδοποιώ εκ νέου
- επανακατηγοριοποίηση
Nearest Words of pigeonhole
- pigeon-hearted => Περιστεριώδης
- pigeonfoot => Περιστερά πόδια
- pigeon-breasted => στήθος περιστεριού
- pigeon toes => στραβόποδα
- pigeon pea => Μπιζέλι γιγάντιο
- pigeon loft => Περιστερώνας
- pigeon hawk => γερακίνα
- pigeon guillemot => Αλκυόνη
- pigeon droppings => περιττώματα περιστεριού
- pigeon breast => Στήθος περιστεριού
Definitions and Meaning of pigeonhole in English
pigeonhole (n)
a specific (often simplistic) category
a small compartment
pigeonhole (v)
place into a small compartment
treat or classify according to a mental stereotype
pigeonhole (n.)
A small compartment in a desk or case for the keeping of letters, documents, etc.; -- so called from the resemblance of a row of them to the compartments in a dovecote.
pigeonhole (v. t.)
To place in the pigeonhole of a case or cabinet; hence, to put away; to lay aside indefinitely; as, to pigeonhole a letter or a report.
FAQs About the word pigeonhole
περιστεριώνας
a specific (often simplistic) category, a small compartment, place into a small compartment, treat or classify according to a mental stereotypeA small compartme
κατηγοριοποιώ,Ταξινομήσω,ταυτίζω, αναγνωρίζω,υποβιβάζω,ξεχωριστό,τάξη,κωδικοποιώ,διαχωρίζω,διακρίνω,διανέμω
συγχέω,αποδιοργανώνω,ανακάτεμα,εξόγκωμα,ανακατεύω,ανακατεύω,λανθασμένα ταξινομήστε,Τυπογραφικό λάθος,
pigeon-hearted => Περιστεριώδης, pigeonfoot => Περιστερά πόδια, pigeon-breasted => στήθος περιστεριού, pigeon toes => στραβόποδα, pigeon pea => Μπιζέλι γιγάντιο,