Greek Meaning of compartmentalize
διαχωρίζω
Other Greek words related to διαχωρίζω
- κατηγοριοποιώ
- Ταξινομήσω
- διακρίνω
- βαθμός
- υποβιβάζω
- ξεχωριστό
- τάξη
- κωδικοποιώ
- θήκη
- χωνεύω
- διανέμω
- αρχείο
- βαθμός
- ομάδα
- ταυτίζω, αναγνωρίζω
- λίστα
- οργανώνω
- καρφί
- τόπος
- εύρος
- αναγνωρίζω
- διαλέγω
- συστηματοποιώ
- τύπος
- αλφαβητικά
- Πίνακας
- ταξινομούν
- βλάβη
- κατάλογος
- κατάλογος
- συστάδα
- δέσμη
- επιλέγω
- διαθέτω
- συντάσσειν
- ευρετήριο
- μαρσάλ
- Στρατάρχης
- παραγγελία
- περιστεριώνας
- αναταξινόμηση
- Αναφέρω
- ομαδοποιώ εκ νέου
- οθόνη
- ράφι
- κοσκινίζω
- λικμίζω
- επανακατηγοριοποίηση
- υποκατηγοριοποιώ
Nearest Words of compartmentalize
- compartmentalization => διαμερισματοποίηση
- compartmentalised => διαμερισματοποιημένο
- compartmentalise => διαχωρίζω
- compartmentalisation => διαχωρισμός
- compartmental => διαμερισματοποιημένος
- compartment pressure => Σύνδρομο θυλακοειδούς χώρου
- compartment => θήκη
- compart => διαμέρισμα
- comparison-shop => Σύγκριση τιμών
- comparison => σύγκριση
- compartmentalized => καταμερισμένος
- compartmented => χωρισμένος σε διαμερίσματα
- compass => πυξίδα
- compass card => Κάρτα πυξίδας
- compass flower => Πυξίδα
- compass north => Πυξίδα βορράς
- compass plane => Πυξίδα
- compass plant => Πυξίδα φυτό
- compass point => Καρδινάλιο σημείο
- compass saw => Πριόνι πυξίδας
Definitions and Meaning of compartmentalize in English
compartmentalize (v)
separate into isolated compartments or categories
FAQs About the word compartmentalize
διαχωρίζω
separate into isolated compartments or categories
κατηγοριοποιώ,Ταξινομήσω,διακρίνω,βαθμός,υποβιβάζω,ξεχωριστό,τάξη,κωδικοποιώ,θήκη,χωνεύω
συγχέω,αποδιοργανώνω,ανακάτεμα,εξόγκωμα,ανακατεύω,ανακατεύω,λανθασμένα ταξινομήστε,,Τυπογραφικό λάθος
compartmentalization => διαμερισματοποίηση, compartmentalised => διαμερισματοποιημένο, compartmentalise => διαχωρίζω, compartmentalisation => διαχωρισμός, compartmental => διαμερισματοποιημένος,