Greek Meaning of compartmentalize

διαχωρίζω

Other Greek words related to διαχωρίζω

Definitions and Meaning of compartmentalize in English

Wordnet

compartmentalize (v)

separate into isolated compartments or categories

FAQs About the word compartmentalize

διαχωρίζω

separate into isolated compartments or categories

κατηγοριοποιώ,Ταξινομήσω,διακρίνω,βαθμός,υποβιβάζω,ξεχωριστό,τάξη,κωδικοποιώ,θήκη,χωνεύω

συγχέω,αποδιοργανώνω,ανακάτεμα,εξόγκωμα,ανακατεύω,ανακατεύω,λανθασμένα ταξινομήστε,,Τυπογραφικό λάθος

compartmentalization => διαμερισματοποίηση, compartmentalised => διαμερισματοποιημένο, compartmentalise => διαχωρίζω, compartmentalisation => διαχωρισμός, compartmental => διαμερισματοποιημένος,