Greek Meaning of compartment
θήκη
Other Greek words related to θήκη
Nearest Words of compartment
- compart => διαμέρισμα
- comparison-shop => Σύγκριση τιμών
- comparison => σύγκριση
- comparing => σύγκριση
- compare => συγκρίνω
- comparatively => σχετικά
- comparative psychology => Συγκριτική ψυχολογία
- comparative negligence => Συγκριτική αμέλεια
- comparative literature => Συγκριτική Λογοτεχνία
- comparative degree => συγκριτικός βαθμός
- compartment pressure => Σύνδρομο θυλακοειδούς χώρου
- compartmental => διαμερισματοποιημένος
- compartmentalisation => διαχωρισμός
- compartmentalise => διαχωρίζω
- compartmentalised => διαμερισματοποιημένο
- compartmentalization => διαμερισματοποίηση
- compartmentalize => διαχωρίζω
- compartmentalized => καταμερισμένος
- compartmented => χωρισμένος σε διαμερίσματα
- compass => πυξίδα
Definitions and Meaning of compartment in English
compartment (n)
a space into which an area is subdivided
a partitioned section, chamber, or separate room within a larger enclosed area
FAQs About the word compartment
θήκη
a space into which an area is subdivided, a partitioned section, chamber, or separate room within a larger enclosed area
Καμπίνα,Κύτταρο,θάλαμος,κόλπος,κουτί,Κύβος,καμπίνα,συρτάρι,τρύπα,εξώστης
συγχέω,αποδιοργανώνω,ανακάτεμα,εξόγκωμα,ανακατεύω,ανακατεύω,λανθασμένα ταξινομήστε,,Τυπογραφικό λάθος
compart => διαμέρισμα, comparison-shop => Σύγκριση τιμών, comparison => σύγκριση, comparing => σύγκριση, compare => συγκρίνω,