Greek Meaning of comparatively
σχετικά
Other Greek words related to σχετικά
Nearest Words of comparatively
- comparative psychology => Συγκριτική ψυχολογία
- comparative negligence => Συγκριτική αμέλεια
- comparative literature => Συγκριτική Λογοτεχνία
- comparative degree => συγκριτικός βαθμός
- comparative anatomy => Συγκριτική ανατομία
- comparative anatomist => συγκριτικός ανατόμος
- comparative => συγκριτικός
- comparably => συγκριτικά
- comparable with => συγκρίσιμο με
- comparable to => συγκρίσιμο με
Definitions and Meaning of comparatively in English
comparatively (r)
in a relative manner; by comparison to something else
FAQs About the word comparatively
σχετικά
in a relative manner; by comparison to something else
σχετικός,σχεδόν,κατά προσέγγιση,συγκρίσιμος,παρόμοιος,όμοιος,ίδιος,ισοδύναμο,κοντά
απόλυτος,ολοκληρωμένο,τέλειο,καθαρός,πραγματικός,ανειδίκευτος,απολύτως,γνήσιος,καθαρά και ξάστερα,εντελώς
comparative psychology => Συγκριτική ψυχολογία, comparative negligence => Συγκριτική αμέλεια, comparative literature => Συγκριτική Λογοτεχνία, comparative degree => συγκριτικός βαθμός, comparative anatomy => Συγκριτική ανατομία,