Greek Meaning of phlegmy

βλεννώδης

Other Greek words related to βλεννώδης

Definitions and Meaning of phlegmy in English

Wordnet

phlegmy (a)

characterized by phlegm

FAQs About the word phlegmy

βλεννώδης

characterized by phlegm

απάθεια,κρύο,κενότητα,απαθής,απαρέγκλιτη αταραξία,Μούδιασμα,αναπάθεια,κενότητα,αναιμία,κάλος

Συμπόνια,συναίσθημα,ενσυναίσθηση,συναίσθημα,Οίκτος,Ευαισθησία,ευαισθησία,συμπάθεια,υστερία,υστερία

phlegmonous => φλεγμονώδης, phlegmon => Φλεγμονή, phlegmaticly => φλεγματικά, phlegmatically => φλεγματικά, phlegmatical => φλεγματικός,