Greek Meaning of overstock
πλεόνασμα αποθεμάτων
Other Greek words related to πλεόνασμα αποθεμάτων
Nearest Words of overstock
- overstocked => υπερεφοδιασμένος
- overstocking => υπερβολικό απόθεμα
- overstore => υπερβολικό απόθεμα
- over-story => Ανωκορμός
- overstrain => Υπερκόπωση
- overstrained => Υπερβολικά κουρασμένος
- overstraining => Υπερκόπωση
- overstraitly => Υπερβολικά αυστηρά
- overstraw => καπέλο από άχυρο
- overstress => Υπερφόρτωση
Definitions and Meaning of overstock in English
overstock (v)
stock excessively
overstock (n.)
Stock in excess.
overstock (v. t.)
To fill too full; to supply in excess; as, to overstock a market with goods, or a farm with cattle.
FAQs About the word overstock
πλεόνασμα αποθεμάτων
stock excessivelyStock in excess., To fill too full; to supply in excess; as, to overstock a market with goods, or a farm with cattle.
περίσσεια,υπεραφθονία,Υπερπαραγωγή,υπερπροσφορά,πλεόνασμα,αφθονία,υπερχείλιση,περίσσεια,πληθώρα,συν
Έλλειψη,έλλειψη,Έλλειψη,θέλω,έλλειψη,έλλειμμα,ανεπάρκεια,ανεπάρκεια προσφοράς
overstepping => υπέρβαση, overstepped => υπερέβη, overstep => υπερβαίνω, overstaying => Υπέρβαση χρόνου παραμονής, overstayed => Υπέρβαση παραμονής,