Greek Meaning of overdose

overdose

Other Greek words related to overdose

Definitions and Meaning of overdose in English

Wordnet

overdose (v)

dose too heavily

Webster

overdose (v. t.)

To dose to excess; to give an overdose, or too many doses, to.

Webster

overdose (n.)

Too great a dose; an excessive dose.

FAQs About the word overdose

Definition not available

dose too heavilyTo dose to excess; to give an overdose, or too many doses, to., Too great a dose; an excessive dose.

πλάτος,περίσσεια,υπερχείλιση,υπερβολικό,υπερπροσφορά,περίσσεια ,πλεόνασμα,επάρκεια,ικανότητα,αρμοδιότητα

έλλειψη,ανεπάρκεια,ανεπάρκεια,φτώχεια,Λιτότητα,Έλλειψη,ανεπάρκεια προσφοράς,στειρότητα,στειρότητα,στειρότητα

overdone => υπερβολικός, overdoing => υπερβολή, overdoer => υπερβολικός, overdo => υπερβάλλω, overdight => υπερπυκνός,