Greek Meaning of overdose
overdose
Other Greek words related to overdose
Nearest Words of overdose
- overdraft => Υπερανάληψη
- overdraft credit => Πιστωτικό όριο υπερανάληψης
- overdramatise => Υπερβολική δραματοποίηση
- overdramatize => Υπερβολική δραματοποίηση
- overdraw => υπερανάληψη
- overdrawing => Υπερανάληψη
- overdrawn => υπερκατανάλωση
- overdress => παραφορτώνω με ένδυμα
- overdressed => υπερβολικά ντυμένος
- overdrew => υπερανέληψη
Definitions and Meaning of overdose in English
overdose (v)
dose too heavily
overdose (v. t.)
To dose to excess; to give an overdose, or too many doses, to.
overdose (n.)
Too great a dose; an excessive dose.
FAQs About the word overdose
Definition not available
dose too heavilyTo dose to excess; to give an overdose, or too many doses, to., Too great a dose; an excessive dose.
πλάτος,περίσσεια,υπερχείλιση,υπερβολικό,υπερπροσφορά,περίσσεια ,πλεόνασμα,επάρκεια,ικανότητα,αρμοδιότητα
έλλειψη,ανεπάρκεια,ανεπάρκεια,φτώχεια,Λιτότητα,Έλλειψη,ανεπάρκεια προσφοράς,στειρότητα,στειρότητα,στειρότητα
overdone => υπερβολικός, overdoing => υπερβολή, overdoer => υπερβολικός, overdo => υπερβάλλω, overdight => υπερπυκνός,